στρίγκλα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- στρίγκλα < μεσαιωνική ελληνική στρίγκλα / στρίγλα < λατινική striga < strix < ελληνιστική κοινή στρίξ (αντιδάνειο)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈstɾiŋɟla/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στρί‐γκλα
Ουσιαστικό επεξεργασία
στρίγκλα θηλυκό (αρσενικό: στρίγκλος)
- (λαογραφία) είδος ξωτικού ή δαιμονίου με τη μορφή άσχημης γριάς μάγισσας που με μαγείες κάνει κακό
- κακιά γριά μάγισσα
- (μεταφορικά) γυναίκα με πολύ άσχημο χαρακτήρα, κακιά, δύστροπη
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- στριγκλιά
- στριγκλιάζω
- στριγκλιάρης
- στριγκλιάρικος
- στριγκλίζω
- στρίγκλικος
- στρίγκλισμα
- στρίγκλος / στρίγλος