Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

στρίγγλα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

στρίγγλα θηλυκό

  1. (μυθολογία) στοιχειό της λαϊκής παράδοσης
  2. πολύ ιδιότροπη γυναίκα
η στρίγγλα που έγινε αρνάκι

  Μεταφράσεις επεξεργασία