στράπον
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία el επεξεργασία
αγγλικά: strap-on, strap on, strap-on dildo, strapon ή dildo harness
Ουσιαστικό επεξεργασία
ουδέτερο άκλιτο (πληθυντικός στράπον ή στράπονς)
προσδεόμενος δονητής, προσδεόμενος πλαστικός φαλλός
Συνώνυμα επεξεργασία
- ζωνάτο
- προσδεόμενο πέος/φορούμενο πέος/φορετό πέος
- παπαροζαρτιέρα (μερική συνωνυμία γιατί αφορά και κανονική ζαρτιέρα που φορούν άνδρες φετιχιστές)
- πουτσοζώνη
- πεοζώνη
- φαλλοζώνη
- φαλλέτα