Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

στο άψε σβήσε → δείτε τη λέξη στο, άψε, προστακτική του λαϊκότροπου ρήματος άφτω (ανάβω) & σβήσε, προστακτική του σβήνω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /sto ˈapse ˈzvise/

  Έκφραση επεξεργασία

στο άψε σβήσε

Συνώνυμα επεξεργασία

εκφράσεις για τις λέξεις αμέσως, αυτοστιγμεί

δείτε επίσης

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία