στοχασμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- στοχασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου στοχάζομαι
Μετοχή επεξεργασία
στοχασμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη στοχάζομαι
Μεταφράσεις επεξεργασία
στοχασμένος
|
στοχασμένος, -η, -ο
|