Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στοματάρα οι στοματάρες
      γενική της στοματάρας
    αιτιατική τη στοματάρα τις στοματάρες
     κλητική στοματάρα στοματάρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

στοματάρα < στόμα + μεγεθυντικό επίθημα -άρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

στοματάρα θηλυκό

  • μεγάλο στόμα

  Μεταφράσεις επεξεργασία