Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
στολοδρομικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
στολοδρομικ
ός
η
στολοδρομικ
ή
το
στολοδρομικ
ό
γενική
του
στολοδρομικ
ού
της
στολοδρομικ
ής
του
στολοδρομικ
ού
αιτιατική
τον
στολοδρομικ
ό
τη
στολοδρομικ
ή
το
στολοδρομικ
ό
κλητική
στολοδρομικ
έ
στολοδρομικ
ή
στολοδρομικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
στολοδρομικ
οί
οι
στολοδρομικ
ές
τα
στολοδρομικ
ά
γενική
των
στολοδρομικ
ών
των
στολοδρομικ
ών
των
στολοδρομικ
ών
αιτιατική
τους
στολοδρομικ
ούς
τις
στολοδρομικ
ές
τα
στολοδρομικ
ά
κλητική
στολοδρομικ
οί
στολοδρομικ
ές
στολοδρομικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
στολοδρομικός
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
στολοδρομικός
→ λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
στολοδρομικός