Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στολάρισμα τα στολαρίσματα
      γενική του στολαρίσματος των στολαρισμάτων
    αιτιατική το στολάρισμα τα στολαρίσματα
     κλητική στολάρισμα στολαρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

στολάρισμα < αγγλική stall + -σμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

στολάρισμα ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία