στοιχειοθέτηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | στοιχειοθέτηση | οι | στοιχειοθετήσεις |
γενική | της | στοιχειοθέτησης* | των | στοιχειοθετήσεων |
αιτιατική | τη | στοιχειοθέτηση | τις | στοιχειοθετήσεις |
κλητική | στοιχειοθέτηση | στοιχειοθετήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, στοιχειοθετήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- στοιχειοθέτηση < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα στοιχειοθέτη(σις) + -ση < στοιχειοθετώ
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /sti.çi.oˈθe.ti.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στοι‐χει‐ο‐θέ‐τη‐ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
στοιχειοθέτηση θηλυκό
- η ενέργεια του στοιχειοθετώ
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις στοιχειοθετώ, στοιχείο και θέτω
Μεταφράσεις επεξεργασία
στην τυπογραφία
συγκέντρωση στοιχείων, ενδείξεων κλπ
|
Πηγές επεξεργασία
- στοιχειοθέτηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας