Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
στιχάριο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
στιχάρι
ο
τα
στιχάρι
α
γενική
του
στιχαρί
ου
&
στιχάρι
ου
των
στιχαρί
ων
αιτιατική
το
στιχάρι
ο
τα
στιχάρι
α
κλητική
στιχάρι
ο
στιχάρι
α
Κατηγορία
όπως «
πρόσωπο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
στιχάριο
<
→
λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
στιχάριο
ουδέτερο
(
εκκλησιαστικός όρος
,
χριστιανισμός
) ένα από τα
άμφια
του διακόνου
Μεταφράσεις
επεξεργασία
στιχάριο
αγγλικά
:
alb
(en)