στηθοσκόπηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | στηθοσκόπηση | οι | στηθοσκοπήσεις |
γενική | της | στηθοσκόπησης* | των | στηθοσκοπήσεων |
αιτιατική | τη | στηθοσκόπηση | τις | στηθοσκοπήσεις |
κλητική | στηθοσκόπηση | στηθοσκοπήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, στηθοσκοπήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- στηθοσκόπηση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
στηθοσκόπηση θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
στηθοσκόπηση