Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στηθοσκοπημένος η στηθοσκοπημένη το στηθοσκοπημένο
      γενική του στηθοσκοπημένου της στηθοσκοπημένης του στηθοσκοπημένου
    αιτιατική τον στηθοσκοπημένο τη στηθοσκοπημένη το στηθοσκοπημένο
     κλητική στηθοσκοπημένε στηθοσκοπημένη στηθοσκοπημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στηθοσκοπημένοι οι στηθοσκοπημένες τα στηθοσκοπημένα
      γενική των στηθοσκοπημένων των στηθοσκοπημένων των στηθοσκοπημένων
    αιτιατική τους στηθοσκοπημένους τις στηθοσκοπημένες τα στηθοσκοπημένα
     κλητική στηθοσκοπημένοι στηθοσκοπημένες στηθοσκοπημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Επίθετο επεξεργασία

στηθοσκοπημένος

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία