Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
στενόφυλλος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
στενόφυλλ
ος
η
στενόφυλλ
η
το
στενόφυλλ
ο
γενική
του
στενόφυλλ
ου
της
στενόφυλλ
ης
του
στενόφυλλ
ου
αιτιατική
τον
στενόφυλλ
ο
τη
στενόφυλλ
η
το
στενόφυλλ
ο
κλητική
στενόφυλλ
ε
στενόφυλλ
η
στενόφυλλ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
στενόφυλλ
οι
οι
στενόφυλλ
ες
τα
στενόφυλλ
α
γενική
των
στενόφυλλ
ων
των
στενόφυλλ
ων
των
στενόφυλλ
ων
αιτιατική
τους
στενόφυλλ
ους
τις
στενόφυλλ
ες
τα
στενόφυλλ
α
κλητική
στενόφυλλ
οι
στενόφυλλ
ες
στενόφυλλ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
στενόφυλλος
<
στενό-
+
-φυλλος
Επίθετο
επεξεργασία
στενόφυλλος, -η, -ο
→ λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
στενόφυλλος