Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
στενόκαρδος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
στενόκαρδ
ος
η
στενόκαρδ
η
το
στενόκαρδ
ο
γενική
του
στενόκαρδ
ου
της
στενόκαρδ
ης
του
στενόκαρδ
ου
αιτιατική
τον
στενόκαρδ
ο
τη
στενόκαρδ
η
το
στενόκαρδ
ο
κλητική
στενόκαρδ
ε
στενόκαρδ
η
στενόκαρδ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
στενόκαρδ
οι
οι
στενόκαρδ
ες
τα
στενόκαρδ
α
γενική
των
στενόκαρδ
ων
των
στενόκαρδ
ων
των
στενόκαρδ
ων
αιτιατική
τους
στενόκαρδ
ους
τις
στενόκαρδ
ες
τα
στενόκαρδ
α
κλητική
στενόκαρδ
οι
στενόκαρδ
ες
στενόκαρδ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
στενόκαρδος
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
στενόκαρδος
μικρόψυχος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
στενόκαρδος