Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
στειρότητα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
στειρότητ
α
οι
στειρότητ
ες
γενική
της
στειρότητ
ας
των
στειροτήτ
ων
αιτιατική
τη
στειρότητ
α
τις
στειρότητ
ες
κλητική
στειρότητ
α
στειρότητ
ες
Κατηγορία
όπως «
σάλπιγγα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
στειρότητα
<
→
λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
στειρότητα
θηλυκό
έλλειψη
Μεταφράσεις
επεξεργασία
στειρότητα
αγγλικά
:
sterility
(en)
γαλλικά
:
infécondité
(fr)