Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σταφιδόκαρπος οι σταφιδόκαρποι
      γενική του σταφιδόκαρπου των σταφιδόκαρπων
    αιτιατική τον σταφιδόκαρπο τους σταφιδόκαρπους
     κλητική σταφιδόκαρπε σταφιδόκαρποι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σταφιδόκαρπος < σταφίδα + -ο- + καρπός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σταφιδόκαρπος αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • σταφιδόκαρπος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)