Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σταφιδικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
σταφιδικ
ός
η
σταφιδικ
ή
το
σταφιδικ
ό
γενική
του
σταφιδικ
ού
της
σταφιδικ
ής
του
σταφιδικ
ού
αιτιατική
τον
σταφιδικ
ό
τη
σταφιδικ
ή
το
σταφιδικ
ό
κλητική
σταφιδικ
έ
σταφιδικ
ή
σταφιδικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
σταφιδικ
οί
οι
σταφιδικ
ές
τα
σταφιδικ
ά
γενική
των
σταφιδικ
ών
των
σταφιδικ
ών
των
σταφιδικ
ών
αιτιατική
τους
σταφιδικ
ούς
τις
σταφιδικ
ές
τα
σταφιδικ
ά
κλητική
σταφιδικ
οί
σταφιδικ
ές
σταφιδικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
σταφιδικός
<
σταφίς
Επίθετο
επεξεργασία
σταφιδικός
→ λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σταφιδικός