Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σταυροαναστάσιμος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
σταυροαναστάσιμ
ος
η
σταυροαναστάσιμ
η
το
σταυροαναστάσιμ
ο
γενική
του
σταυροαναστάσιμ
ου
της
σταυροαναστάσιμ
ης
του
σταυροαναστάσιμ
ου
αιτιατική
τον
σταυροαναστάσιμ
ο
τη
σταυροαναστάσιμ
η
το
σταυροαναστάσιμ
ο
κλητική
σταυροαναστάσιμ
ε
σταυροαναστάσιμ
η
σταυροαναστάσιμ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
σταυροαναστάσιμ
οι
οι
σταυροαναστάσιμ
ες
τα
σταυροαναστάσιμ
α
γενική
των
σταυροαναστάσιμ
ων
των
σταυροαναστάσιμ
ων
των
σταυροαναστάσιμ
ων
αιτιατική
τους
σταυροαναστάσιμ
ους
τις
σταυροαναστάσιμ
ες
τα
σταυροαναστάσιμ
α
κλητική
σταυροαναστάσιμ
οι
σταυροαναστάσιμ
ες
σταυροαναστάσιμ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
σταυροαναστάσιμος
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
σταυροαναστάσιμος, -η, -ο
→ λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σταυροαναστάσιμος