σταυραδερφός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σταυραδερφός αρσενικό και σταυραδελφός
- αυτός που γίνεται αδελφός με κάποιον, με τον οποίο δεν έχει συγγένεια, τελώντας ειδική τελετή κατά την οποία σταυρώνουν / αναμειγνύουν το αίμα τους ή δίνουν όρκους αλληλοϋποστήριξης
Συγγενικά επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σταυραδερφός