Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σταυραδερφός οι σταυραδερφοί
      γενική του σταυραδερφού των σταυραδερφών
    αιτιατική τον σταυραδερφό τους σταυραδερφούς
     κλητική σταυραδερφέ σταυραδερφοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σταυραδερφός < σταυρ- + αδελφός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σταυραδερφός αρσενικό και σταυραδελφός

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία