σταματημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σταματημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σταματώ
Μετοχή επεξεργασία
σταματημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη σταματώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
σταματημένος
|
σταματημένος, -η, -ο
|