Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σταζιέρ < γαλλική stagiaire

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σταζιέρ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

  • ο εργαζόμενος ή εργαζόμενη σε πρόγραμμα προάσκησης μισθωτής εργασίας, πρόγραμμα πρακτικής άσκησης για απόκτηση εμπειρίας και επαγγελματικής κατάρτισης, πρόγραμμα μαθητείας.
Η Φωτεινή δεν βρήκε δουλειά και αναγκάστηκε να μπει σε ένα πρόγραμμα σταζ για να αποκτήσει προϋπηρεσία. Εκεί συνάντησε και άλλους καθώς και άλλες σταζιέρ

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία