στέπα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | στέπα | οι | στέπες |
γενική | της | στέπας | των | στεπών |
αιτιατική | τη | στέπα | τις | στέπες |
κλητική | στέπα | στέπες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- στέπα < (άμεσο δάνειο) ρωσική степь
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
στέπα θηλυκό
- (γεωγραφία) οικοσύστημα της Κεντρικής Ασίας που χαρακτηρίζεται από απέραντες εκτάσεις χορταριού και έλλειψη βροχόπτωσης
Δείτε επίσης επεξεργασία
- στέπα στη Βικιπαίδεια