σπόριμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σπόριμος | η | σπόριμη | το | σπόριμο |
γενική | του | σπόριμου | της | σπόριμης | του | σπόριμου |
αιτιατική | τον | σπόριμο | τη | σπόριμη | το | σπόριμο |
κλητική | σπόριμε | σπόριμη | σπόριμο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σπόριμοι | οι | σπόριμες | τα | σπόριμα |
γενική | των | σπόριμων | των | σπόριμων | των | σπόριμων |
αιτιατική | τους | σπόριμους | τις | σπόριμες | τα | σπόριμα |
κλητική | σπόριμοι | σπόριμες | σπόριμα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σπόριμος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σπόριμος < → δείτε τη λέξη σπόρος σπορ- + -ιμος
Επίθετο επεξεργασία
σπόριμος, -η, -ο
- (λόγιο) κατάλληλος για να σπαρθεί
- ↪ (για φυτό, σπόρο) σπόριμο φυτό
- ↪ (για γη) σπόριμο χωράφι
- ↪ (για εποχή) σπόριμη εποχή
Μεταφράσεις επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)