σπρωξιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σπρωξιά | οι | σπρωξιές |
γενική | της | σπρωξιάς | των | σπρωξιών |
αιτιατική | τη | σπρωξιά | τις | σπρωξιές |
κλητική | σπρωξιά | σπρωξιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σπρωξιά θηλυκό
- απότομη ώθηση σε κάποιον ή κάτι (συνήθως με τα χέρια)