Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σπιριτουαλίστρια οι σπιριτουαλίστριες
      γενική της σπιριτουαλίστριας των σπιριτουαλιστριών
    αιτιατική τη σπιριτουαλίστρια τις σπιριτουαλίστριες
     κλητική σπιριτουαλίστρια σπιριτουαλίστριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σπιριτουαλίστρια < σπιριτουαλισ(τής) + κατάληξη θηλυκού -τρια[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /spi.ɾi.t.u.aˈli.stɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σπι‐ρι‐του‐α‐λί‐στρι‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σπιριτουαλίστρια θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία