Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σπινορικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Επίθετο
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
σπινορικ
ός
η
σπινορικ
ή
το
σπινορικ
ό
γενική
του
σπινορικ
ού
της
σπινορικ
ής
του
σπινορικ
ού
αιτιατική
τον
σπινορικ
ό
τη
σπινορικ
ή
το
σπινορικ
ό
κλητική
σπινορικ
έ
σπινορικ
ή
σπινορικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
σπινορικ
οί
οι
σπινορικ
ές
τα
σπινορικ
ά
γενική
των
σπινορικ
ών
των
σπινορικ
ών
των
σπινορικ
ών
αιτιατική
τους
σπινορικ
ούς
τις
σπινορικ
ές
τα
σπινορικ
ά
κλητική
σπινορικ
οί
σπινορικ
ές
σπινορικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
σπινορικός
<
σπίνορ(ας)
+
-ικός
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
spi.no.ɾiˈkos
/ (
αρσενικό
)
ΔΦΑ
: /
spi.no.ɾiˈci
/ (
θηλυκό
)
ΔΦΑ
: /
spi.no.ɾiˈko
/ (
ουδέτερο
)
Επίθετο
επεξεργασία
σπινορικός
,
σπινορική
,
σπινορικό
(
γεωμετρία
,
φυσική
) που αφορά τον
σπίνορα