σπερματοφάγος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σπερματοφάγος < σπέρματ(ος) + -ο- + -φάγος
Επίθετο επεξεργασία
σπερματοφάγος, -ος/-α, -ο
- που τρώει σπόρους
Μεταφράσεις επεξεργασία
σπερματοφάγος
|
σπερματοφάγος, -ος/-α, -ο
|