Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σπαταλημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Μετοχή
1.1.1
Άλλες μορφές
1.1.2
Αντώνυμα
1.1.3
Συγγενικά
1.1.4
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
σπαταλημέν
ος
η
σπαταλημέν
η
το
σπαταλημέν
ο
γενική
του
σπαταλημέν
ου
της
σπαταλημέν
ης
του
σπαταλημέν
ου
αιτιατική
τον
σπαταλημέν
ο
τη
σπαταλημέν
η
το
σπαταλημέν
ο
κλητική
σπαταλημέν
ε
σπαταλημέν
η
σπαταλημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
σπαταλημέν
οι
οι
σπαταλημέν
ες
τα
σπαταλημέν
α
γενική
των
σπαταλημέν
ων
των
σπαταλημέν
ων
των
σπαταλημέν
ων
αιτιατική
τους
σπαταλημέν
ους
τις
σπαταλημέν
ες
τα
σπαταλημέν
α
κλητική
σπαταλημέν
οι
σπαταλημέν
ες
σπαταλημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
σπαταλημένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
σπαταλώ
Άλλες μορφές
επεξεργασία
σπαταλεμένος
Αντώνυμα
επεξεργασία
ασπατάλητος
ασπατάλευτος
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
σπατάλη
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σπαταλημένος