σπαρμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σπαρμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου σπέρνω
Μετοχή επεξεργασία
σπαρμένος, -η, -ο
- που έχει σπαρεί
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σπαρμένος
|
σπαρμένος, -η, -ο
|