Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σπαθιά οι σπαθιές
      γενική της σπαθιάς των σπαθιών
    αιτιατική τη σπαθιά τις σπαθιές
     κλητική σπαθιά σπαθιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σπαθιά < σπαθί + -ιά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σπαθιά θηλυκό

  1. χτύπημα που καταφέρεται με σπαθί
  2. το τραύμα που προκαλεί ένα τέτοιο χτύπημα

  Μεταφράσεις επεξεργασία