σπέσιαλ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σπέσιαλ < (άμεσο δάνειο) αγγλική special[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈspe.si.al/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σπέ‐σι‐αλ
Επίθετο επεξεργασία
σπέσιαλ άκλιτο
- (προφορικό) ο καταπληκτικός
- (σε ραδιοφωνικές εκπομπές, για τραγούδι) ειδικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
σπέσιαλ
|
Επίρρημα επεξεργασία
σπέσιαλ (τροπικό επίρρημα)
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σπέσιαλ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας