σπάργανα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | σπάργανα | ||
γενική | των | σπαργάνων | ||
αιτιατική | τα | σπάργανα | ||
κλητική | σπάργανα | |||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σπάργανα < αρχαία ελληνική σπάργανον[1] [2] [3]
Ουσιαστικό επεξεργασία
σπάργανα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- αποσπαργάνωμα
- αποσπαργανώνω
- αποσπαργάνωση
- ασπαργάνωτος
- σπαργανούδι
- σπαργάνωμα
- σπαργανωμένος
- σπαργανώνω
- σπαργάνωση
- σπαργανωτός
Εκφράσεις επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σπάργανα
|
- ↑ σπάργανα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ σπάργανα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ σπάργανον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.