σουσαμάτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σουσαμάτος < μεσαιωνική ελληνική σησαμάτος < (ελληνιστική κοινή) σησάμιον < αρχαία ελληνική σήσαμον
Επίθετο επεξεργασία
σουσαμάτος, -ή, -ο
- που έχει φτιαχτεί με σουσάμι ή έχει πασπαλιστείμε σουσάμι
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σουσαμάτος
|