Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σουρικάτα οι σουρικάτες
      γενική της σουρικάτας των σουρικατών
    αιτιατική τη σουρικάτα τις σουρικάτες
     κλητική σουρικάτα σουρικάτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
σουρικάτες στη Ναμίμπια

  Ετυμολογία επεξεργασία

σουρικάτα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σουρικάτα θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία