σουπιέρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σουπιέρα | οι | σουπιέρες |
γενική | της | σουπιέρας | — | |
αιτιατική | τη | σουπιέρα | τις | σουπιέρες |
κλητική | σουπιέρα | σουπιέρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /suˈpçe.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σου‐πιέ‐ρα
Ουσιαστικό επεξεργασία
σουπιέρα θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη σούπα
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σουπιέρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας