Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σουμερικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
σουμερικ
ός
η
σουμερικ
ή
το
σουμερικ
ό
γενική
του
σουμερικ
ού
της
σουμερικ
ής
του
σουμερικ
ού
αιτιατική
τον
σουμερικ
ό
τη
σουμερικ
ή
το
σουμερικ
ό
κλητική
σουμερικ
έ
σουμερικ
ή
σουμερικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
σουμερικ
οί
οι
σουμερικ
ές
τα
σουμερικ
ά
γενική
των
σουμερικ
ών
των
σουμερικ
ών
των
σουμερικ
ών
αιτιατική
τους
σουμερικ
ούς
τις
σουμερικ
ές
τα
σουμερικ
ά
κλητική
σουμερικ
οί
σουμερικ
ές
σουμερικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
σουμερικός
<
Σουμέριος
Επίθετο
επεξεργασία
σουμερικός -ή -ό
και
σουμεριακός
που αναφέρεται στους
Σουμερίους
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σουμερικός
γαλικιανά
:
sumerio
(gl)