Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σοδομίστρια οι σοδομίστριες
      γενική της σοδομίστριας των σοδομιστριών
    αιτιατική τη σοδομίστρια τις σοδομίστριες
     κλητική σοδομίστρια σοδομίστριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία el επεξεργασία

σοδομίζω/σοδομιστής + -τρια

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θηλυκό, (αρσενικό σοδομιστής)

  • γυναίκα που παίρνει τον ενεργητικό ρόλο κατά την συνουσία, συνήθως με την χρήση σεξουαλικού βοηθήματος (πχ. στράπον), τύπος σαδίστριας