σνόουμπορντ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σνόουμπορντ < (άμεσο δάνειο) αγγλική snowboard
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈsno.u.boɾd/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σνο‐ου‐μπορντ
Ουσιαστικό επεξεργασία
σνόουμπορντ ουδέτερο άκλιτο
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σνόουμπορντ
→ δείτε τη λέξη χιονοσανίδα |