Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σμερφάρω < σμερφ + -άρω < (άμεσο δάνειο) αγγλική smurf

  Ρήμα επεξεργασία

σμερφάρω , αόρ.: σμερφάρισα/σμέρφαρα (χωρίς παθητική φωνή)

Αφού το παιχνίδι δεν είναι ανεξάρτητο πλατφόρμας, όταν αγόρασα υπολογιστή αναγκάστηκα να σμερφάρω μέχρι να καταταχθώ πάλι εκεί που ήμουνα.

Άλλες μορφές επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  • Δεύτεροι τύποι του αορίστου όπως ο παρατατικός: σμέρφαρα
  • Δεύτερος εξαρτημένος τύπος: σμερφάρω

  Μεταφράσεις επεξεργασία