σμάρι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σμάρι | τα | σμάρια |
γενική | του | σμαριού | των | σμαριών |
αιτιατική | το | σμάρι | τα | σμάρια |
κλητική | σμάρι | σμάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σμάρι < μεσαιωνική ελληνική σμάρι < αρχαία ελληνική ἑσμός < ἕζομαι
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σμάρι ουδέτερο
- (κυριολεκτικά) ομάδα μελισσών με καινούργια βασίλισσα, που εγκαταλείπει την αρχική κυψέλη
- (μεταφορικά) οποιαδήποτε ομάδα (πουλιών, ανθρώπων κ.λπ.)