Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκριπτ < αγγλική script

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σκριπτ ουδέτερο άκλιτο

  1. (πληροφορική) σειρά οδηγιών που αποτελεί τη βάση πάνω στην οποία μπορεί να τρέξει ένα μποτ
  2. (πληροφορική) βλ. αρχείο δέσμης εντολών

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία