Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκουληκότρυπα οι σκουληκότρυπες
      γενική της σκουληκότρυπας των σκουληκότρυπων
    αιτιατική τη σκουληκότρυπα τις σκουληκότρυπες
     κλητική σκουληκότρυπα σκουληκότρυπες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκουληκότρυπα <
  1. σκουλήκι + τρύπα
  2. (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική wormhole, όρος που επινόησε ο θεωρητικός φυσικός John Archibald Wheeler (1911 – 2008)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σκουληκότρυπα θηλυκό

  1. (σπάνιο) τρύπα στο χώμα που φαίνεται να έχει γίνει από σκουλήκι
  2. (φυσική) υποθετικό χωροχρονικό τούνελ, με συχνή αναφορά σε έργα επιστημονικής φαντασίας

  Μεταφράσεις επεξεργασία