Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκουληκομυρμηγκότρυπα οι σκουληκομυρμηγκότρυπες
      γενική της σκουληκομυρμηγκότρυπας των σκουληκομυρμηγκότρυπων
    αιτιατική τη σκουληκομυρμηγκότρυπα τις σκουληκομυρμηγκότρυπες
     κλητική σκουληκομυρμηγκότρυπα σκουληκομυρμηγκότρυπες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκουληκομυρμηγκότρυπα < σκουλήκ(ι) + -ο- + μυρμηγκότρυπα (μυρμήγκ(ι) + -ό- + τρύπα)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /sku.li.ko.miɾ.miŋˈɡo.tɾi.pa/

τυπογραφικός συλλαβισμός: σκου‐λη‐κο‐μυρ‐μη‐γκό‐τρυ‐πα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σκουληκομυρμηγκότρυπα θηλυκό

  1. (γλωσσοδέτης, σκωπτικό) τρύπα στο έδαφος που χρησιμοποιούν σκουλήκια και μυρμήγκια
    έκφραση: φτου σκουληκομυρμηγκότρυπα
  2. (μεταφορικά) πολύ μεγάλη λέξη ή τυποποιημένη φράση

  Μεταφράσεις επεξεργασία