σκουληκομυρμηγκότρυπα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σκουληκομυρμηγκότρυπα < σκουλήκ(ι) + -ο- + μυρμηγκότρυπα (μυρμήγκ(ι) + -ό- + τρύπα)
Προφορά επεξεργασία
τυπογραφικός συλλαβισμός : σκου‐λη‐κο‐μυρ‐μη‐γκό‐τρυ‐πα
Ουσιαστικό επεξεργασία
σκουληκομυρμηγκότρυπα θηλυκό
- (γλωσσοδέτης, σκωπτικό) τρύπα στο έδαφος που χρησιμοποιούν σκουλήκια και μυρμήγκια
- έκφραση: φτου σκουληκομυρμηγκότρυπα
- (μεταφορικά) πολύ μεγάλη λέξη ή τυποποιημένη φράση
Μεταφράσεις επεξεργασία
σκουληκομυρμηγκότρυπα