Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σκοτωμός οι σκοτωμοί
      γενική του σκοτωμού των σκοτωμών
    αιτιατική τον σκοτωμό τους σκοτωμούς
     κλητική σκοτωμέ σκοτωμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκοτωμός < σκοτώνω+ -ωμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σκοτωμός αρσενικό

  1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του σκοτώνω, η αφαίρεση της ζωής
     συνώνυμα: σκότωμα
  2. (μεταφορικά) τσακωμός μεγάλης έντασης
  3. (μεταφορικά) υπερβολικός συνωστισμός

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Σημειώσεις επεξεργασία

  • Μπορεί η λέξη σκοτωμός στην κυριολεκτική της σημασία είναι ταυτόσημη με το σκότωμα όμως οι 2 λέξεις διαφέρουν στις μεταφορικές τους σημασίες· η 1η σημαίνει συνωστισμό ή τσακωμό ενώ η 2η κόπο ή πούλημα σε εξευτελιστική τιμή.

  Μεταφράσεις επεξεργασία