αλληλοσκοτωμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αλληλοσκοτωμός < αλληλοσκοτώνομαι
Ουσιαστικό επεξεργασία
αλληλοσκοτωμός αρσενικό
- έντονη, βίαιη διαμάχη
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αλληλοσκοτωμός
|
αλληλοσκοτωμός αρσενικό
|