αλληλοσπαραγμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αλληλοσπαραγμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αλληλοσπαραγμός αρσενικό
- έντονη, βίαιη διαμάχη
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αλληλοσπαραγμός
|
αλληλοσπαραγμός αρσενικό
|