σκοτεινόχρωμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σκοτεινόχρωμος < σκοτειν(ός) + -ό- + -χρωμος
Επίθετο επεξεργασία
σκοτεινόχρωμος, -η, -ο
- που έχει σκούρο / σκοτεινό χρώμα
Μεταφράσεις επεξεργασία
σκοτεινόχρωμος
|
σκοτεινόχρωμος, -η, -ο
|