Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκοτεινή ενέργεια οι σκοτεινές ενέργειες
      γενική της σκοτεινής ενέργειας των σκοτεινών ενεργειών
    αιτιατική τη σκοτεινή ενέργεια τις σκοτεινές ενέργειες
     κλητική σκοτεινή ενέργεια σκοτεινές ενέργειες
Συνήθως στον ενικό.
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκοτεινή ενέργεια < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική dark energy < dark (σκοτεινός) & energy (ενέργεια)

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

σκοτεινή ενέργεια θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία