σκοράρω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
σκοράρω
- (αθλητισμός) πετυχαίνω πόντους ή γκολ σε (αντίστοιχο) άθλημα μεταβάλλοντας, έτσι, το σκορ
- (αργκό) (μεταφορικά) εκσπερματίζω σε ερωτική συνεύρεση
Συγγενικά επεξεργασία
- σκοράρισμα
- → δείτε τη λέξη σκορ