σκολιαρούδι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σκολιαρούδι | τα | σκολιαρούδια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | σκολιαρούδι | τα | σκολιαρούδια |
κλητική | σκολιαρούδι | σκολιαρούδια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σκολιαρούδι < σκολειαρούδι (ορθογραφική απλοποίηση) < σκολειό + υποκοριστικό επίθημα -αρούδι
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /sko.ʎaˈɾu.ði/
Ουσιαστικό επεξεργασία
σκολιαρούδι ουδέτερο
- (οικείο) (παρωχημένο) άλλη μορφή του σχολειαρούδι
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σκολιαρούδι
|